πάραμο

πάραμο
το
βιολ. γεωγραφική έκταση χωρίς νερό και βλάστηση, τύπος ποώδους διάπλασης που καλύπτει εκτεταμένα υψίπεδα στα όρη τού ισημερινού στο δυτικό ημισφαίριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. paramo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ανεμογιάννης, Γεώργιος ή Παξινός — (1798 – 1821).Αγωνιστής του 1821 από το Γάιο των Παξών. Κατατάχτηκε ναύτης στο πλοίο Οι Σύμμαχοι της Μπουμπουλίνας, το οποίο κυβερνούσε ο Σπετσιώτης Νικόλαος Ορλόφ. Συμμετείχε με το πλοίο αυτό στον αποκλεισμό της Ναυπάκτου και στην επίθεση… …   Dictionary of Greek

  • Μαγκνταλένα — (Magdalena). Ποταμός (περ. 1.600 χλμ.) της Κολομβίας. Εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό, και πιο συγκεκριμένα στην Καραϊβική θάλασσα. Ο Μ. πηγάζει από την Κεντρική Κορδιλιέρα (Κορδιλιέρα Σεντράλ) των Άνδεων, κοντά στην Πάραμο ντε Λας Πάπας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”